αμφιγονία — η ο πολλαπλασιασμός των οργανισμών με το σμίξιμο αρσενικού και θηλυκού: Τα θηλαστικά πολλαπλασιάζονται με αμφιγονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιγονία ή εγγενής αναπαραγωγή — Μορφή αναπαραγωγής με σχηματισμό ειδικών αναπαραγωγικών κυττάρων … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
διγονία — η (ΑΝ) [δίγονος] αμφιγονία αρχ. διπλή γέννηση, γέννηση διδύμων … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
ετερογένεση — η 1. γένεση κατά την οποία εναλλάσσεται παρθενογένεση με αμφιγονία 2. γένεση μιας νέας μορφής η οποία είναι διαφορετική από τους γονείς της και μπορεί να μεταβιβάσει τους δυσδιάκριτους χαρακτήρες της στους κατιόντες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
μείωση — Είδος κυτταρικής διαίρεσης που λαμβάνει χώρα στα γεννητικά κύτταρα των αμφιγονικά αναπαραγόμενων οργανισμών. Έχει σκοπό τον υποδιπλασιασμό του αριθμού των χρωμοσωμάτων. Η μ. εξασφαλίζει τη διατήρηση του αριθμού των χρωμοσωμάτων σταθερό για κάθε… … Dictionary of Greek
συγγένεση — η, Ν 1. αναπαραγωγή κατά την οποία λαμβάνουν μέρος και τα δύο γένη, αρσενικό και θηλυκό, αλλ. αμφιγονία 2. (παλαιότ. όρος) ταξινομική υποδιαίρεση τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syngenesis < συν * + γένεσις / η (< γίγνομαι] … Dictionary of Greek
αμβλύστομα — (amblystoma).Επιστημονική ονομασία γένους αμφιβίων της οικογένειας των αμβλυστομιδών. Ζουν στη Βόρεια Αμερική, από τις νότιες περιοχές του Καναδά έως το κεντρικό Μεξικό. To σώμα τους μοιάζει με αυτό της σαλαμάνδρας και έχει μήκος 10 έως 20 εκ.·… … Dictionary of Greek